- Ὠκεανόβρυτος
- Ὠκεᾰνόβρῠτος, ον,A copious as ocean,
γλῶσσα Olymp.Alch. p.83B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλῶσσα Olymp.Alch. p.83B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ὠκεανόβρυτος — copious as ocean masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκεανόβρυτος — ον, Α άφθονος σαν τον ωκεανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὠκεανός + βρυτος (< βρύω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek